- ἐνσαρόομαι
- ἐνσᾰρόομαι, [voice] Pass.,A to be swept about in . .,
πόντου . . ένσαρούμενος μυχοῖς Lyc.753
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πόντου . . ένσαρούμενος μυχοῖς Lyc.753
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐνσαρούμενος — ἐνσαρόομαι to be swept about in . . pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)